Χαλυβδικός

Χαλυβδικός
Χᾰλυβδικός or [full] Χᾰλῠβικός (later, acc. to St. Byz.), ή, όν,
A Chalybian,

σίδηρος ὁ Χαλυβικός Arist.Mir.833b22

: [full] Χαλύβινος is v.l. in Sch. S.Tr.1259 cod.Laur.: X. the land of the Chalybes, Hsch.
2 of steel, Cratin.247, Lyc.1109; ἄτερ Χαλυβδικοῦ without Chalybian, i.e. without steel, E.Heracl.161; Χ. στόμωμα, v. στόμωμα.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Χαλυβδικός — Chalybian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλυβδικός — και δ. γρφ. χαλυβικός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες 2. χαλύβδινος 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλυβδικός ο χάλυβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος. Ο τ. χαλυβδικός κατ επίδραση τού μολυβδικός] …   Dictionary of Greek

  • Χαλυβδικόν — Χαλυβδικός Chalybian masc acc sg Χαλυβδικός Chalybian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλυβδικοῦ — Χαλυβδικός Chalybian masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλυβδική — Χαλυβδικός Chalybian fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλυβδικῷ — Χαλυβδικός Chalybian masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλυβηΐς — ΐδος, ἡ, Α ποιητ. τ. θηλ. τού χαλυβδικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος + κατάλ. ηΐς (πρβλ. κεραμ ηΐς, ποταμ ηΐς)] …   Dictionary of Greek

  • χαλυβικός — ή, όν, Α βλ. χαλυβδικός …   Dictionary of Greek

  • χαλύβινος — ον, Α 1. χαλυβδικός* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλύβινος η χώρα τών Χαλύβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • Χαλυβδικάς — Χαλυβδικά̱ς , Χαλυβδικός Chalybian fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”